🇬🇧 en el 🇬🇷
basketball player noun |
|
---|---|
|
καλαθοσφαιρίστρια, μπασκετμπολίστρια, παίκτρια του μπάσκετ, μπασκετμπολίστας, καλαθοσφαιριστής, παίκτης του μπάσκετ |
Wiktionary Links
- English: basketball player